top of page

Νεανική παραβατικότητα

  • Εικόνα συγγραφέα: Ευτυχία Βαρσαμή
    Ευτυχία Βαρσαμή
  • 4 Μαρ
  • διαβάστηκε 7 λεπτά

Με αφορμή το βίντεο της Unique, "Changing Minds: Unique' s Story”, θα αναλυθεί το θέμα

της νεανικής παραβατικότητας, παραβατικότητας ανηλίκων, δηλαδή παιδιών τα οποία διενέργησαν

κάποια παράνομη πράξη. Οι όροι νέοι παραβάτες ή ανήλικοι παραβάτες είναι στοχευμένοι,

προκειμένου να μη στιγματίζονται τα παιδιά ως εγκληματίες, αφού “σημαντικό στοιχείο της

παιδικότητας αποτελεί η απουσία προσωπικής ευθύνης […] και είναι γενικά παραδεκτό πως η

παιδική ηλικία χρήζει προστασίας από την οικογένεια και την πολιτεία” (Αδαμόπουλος, χ.χ.). Για

τον λόγο αυτό είναι σημαντικό που η Σπινέλλη (1976) ορμήνευσε την αλλαγή του όρου από

εγκληματίες σε παραβάτες. Αυτή η τοποθέτηση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της εκάστοτε

αναπτυξιακής φάσης παιδιών και εφήβων “τα οποία καλούνται να ολοκληρώσουν ορισμένους

αναπτυξιακούς στόχους” (Μasten 2014 στο Μόττη-Στεφανίδη και συν., 2022), καθώς και των

παραγόντων που συντελούν προς την ολοκλήρωση των στόχων ή όχι.

Ενδεικτικά, έρευνες στον ελλαδικό χώρο δείχνουν πως το 80% των παραβατικών συμπεριφορών ανηλίκων αφορούν σε παραβάσεις κώδικα οδικής κυκλοφορίας, ενώ αυξάνονται οι χρήστες ουσιών, οι επιθέσεις και οι ληστείες, καθώς και πως το 97% είναι αγόρια 14-17 ετών (Αρτινοπούλου, 2009). Ωστόσο, τα δεδομένα αυξάνονται αν επικεντρωθούμε σε έρευνες αυτό- ομολογούμενης παραβατικότητας με ποσοστό 47,6% να παραδέχεται ότι έχει δεχτεί εκφοβιστική επίθεση στον χώρο του σχολείου, αλλά κανένα από τα θύματα δεν έχει αναφέρει το γεγονός (Γιαννοπούλου, 2003).

Η νεανική παραβατικότητα, λοιπόν, απασχολεί ως κοινωνικό φαινόμενο

τόσο τη χώρα μας, όσο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και περισσότερο, τις ΗΠΑ, οπού λαμβάνουν

χώρα σοβαρά περιστατικά βίας με μαθητές (Καφασάρη και συν., χ.χ). Έτσι, ο στόχος της παρούσας

εργασίας είναι να μελετήσει τους παράγοντες που συμβάλλουν στην παραβατικότητα ανηλίκων,

στις μεθόδους πρόληψης, ενώ θα παρουσιαστεί ένα σχέδιο πρόληψης του φαινομένου.


Παράγοντες που συμβάλλουν στην παραβατικότητα ανηλίκων


Οι παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην παραβατικότητα των ανηλίκων είναι πολλοί και

αλληλοεξαρτώμενοι ο ένας από τους υπόλοιπους. Οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια πορεία ανάπτυξης

ενδοατομική, διατομική και κοινωνική έχοντας “αμφίδρομη σχέση διαρκούς συναλλαγής μεταξύ

του εαυτού τους, του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος” (Πετρογιάννης 2003). Πρόκειται για

θέμα πολυδιάστατο και, συχνά, παιδιά από την ίδια οικογένεια δεν έχουν όμοια συμπεριφορά.

Ακόμη κάποιοι έφηβοι συναναστρέφονται συνομήλικους με διαταρακτικές συμπεριφορές,

εμφανίζοντας και οι ίδιοι τέτοιες συμπεριφορές, και κάποιοι όχι. Έτσι, παρατηρείται να

συνυπάρχουν δύο ή και περισσότεροι παράγοντες.


Βιολογικοί παράγοντες


Έρευνες δείχνουν την ύπαρξη σύνδεσης γενετικών παραγόντων με εκδηλώσεις σοβαρών

αντικοινωνικών και διαταρακτικών συμπεριφορών (Robins, 1991 στο Μόττη-Στεφανίδη και συν.,

2009). Επίσης, αναφέρεται ότι “πολλά παιδιά με επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά

παρουσιάζουν διαταραχές των vευροδιαβιβαστώv και ορμονικές” (Μόττη-Στεφανίδη και συν.,

2009). Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως δεν αρκούν οι βιολογικές συνθήκες για τέτοιες συμπεριφορές

(Capaldi & Patterson, 1994 στο Μόττη-Στεφανίδη και συν., 2009). Όπως αναφέρει και ο καθηγητής

βιοτεχνολογίας “κερδίζει έδαφος η άποψη ότι το γενετικό DNA από μόνο του αποτελεί τη μισή

ιστορία της κληρονομικότητας, αφού η έκφραση του γονιδιώματος φαίνεται να εξαρτάται από το

περιβάλλον του” (Κολίσης 2011).


Ως προς το φύλο παρατηρείται διαφορά η οποία έγκειται σε κοινωνικές προκαταλήψεις, με

βάση την υπόδειξη του Agnew πως η ενίσχυση ή η αποτροπή της παραβατικότητας είναι ουδέτερη

ως προς το φύλλο και το χάσμα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών εξηγείται από διαφορές στην

ποιότητα δεσμών με τους γονείς (Agnew, 2009 στο Ηoeve et al., 2012).


Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Oικονομική ανέχεια


Η έλλειψη εργαλείων διαχείρισης συναισθήματος και η ελλιπής κοινωνικό-συναισθηματική

ανάπτυξη είναι βασικοί παράγοντες για την εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών. Ένα παιδί που

δεν απολαμβάνει τη σχέση με τα πρόσωπα φροντίδας, μια σχέση που εμπεριέχει ασφάλεια,

σύνδεση, φροντίδα, όπως η στέγη και η τροφή, είναι ένα παιδί που έχει περισσότερες πιθανότητες

να αναπτύξει επιθετικές συμπεριφορές. Έτσι, αφού μια οικογένεια φτωχή δεν έχει τη δυνατότητα

να καλύψει τις παραπάνω ανάγκες του παιδιού, αυτό, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, “έχει

περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθήματος” (Βrooks-

Gunn & Duncan, 1997, στο Πετρογιάννης, 2017). Επιπροσθέτως, “το οικογενειακό εισόδημα είναι

ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας των προβλημάτων συμπεριφοράς” όπως

διευκρινίζεται από τους Duncan et al., (1994 στο Πετρογιάννης, 2017).


Oικογένεια


Η οικογένεια θεωρείται το “σημαντικότερο πλαίσιο δυναμικών διαδικασιών και

αλληλεπιδράσεων που αφορούν σε όλες τις πτυχές ανάπτυξης” (Πετρογιάννης, 2003). Σύμφωνα με

τον Ηirschi, η παραβατικότητα είναι χαμηλή σε οικογένειες με ισχυρούς συναισθηματικούς

δεσμούς, επειδή οι συνδεδεμένοι με τους γονείς τους ανήλικοι είναι πιο πιθανό να ενδιαφέρονται

για τις κανονιστικές προσδοκίες των γονέων τους, γεγονός που προστατεύει από παραβατικές

παρορμήσεις (Ηirschi, 1969 στο Ηoeve et al., 2012). Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία του Bowlby,

εάν η σχέση προσκόλλησης διαταραχθεί κατά τη βρεφική ηλικία, μακροπρόθεσμες αρνητικές

συνέπειες είναι η αδυναμία εκδήλωσης στοργής ή ανησυχίας για τους άλλους και η επιθετική και

παραβατική συμπεριφορά ( 1944 στο Ηoeve et al., 2012).


Η έλλειψη ασφαλούς σύνδεσης με τη μητέρα και ένα οικογενειακό περιβάλλον ψυχρό και

αυστηρό με σκληρές μορφές διαπαιδαγώγησης, “οι διαταγές, οι απειλές, η βία και οι στερήσεις,

συνδέονται, επίσης, με προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά” (Μόττη-Στεφανίδη και συν., 2009).

Στον αντίποδα βρίσκονται τα ανεκτικά μοντέλα διαπαιδαγώγησης, δηλαδή, σύμφωνα με τον

Πετρόγιαννη, αμελείς γονείς ως προς τη συμπεριφορά των παιδιών τους, οι οποίοι δε θέτουν

κανόνες ή δεν έχουν συνέπεια (Πετρογιάννης, 2003) και σταθερότητα. Έτσι, η έλλειψη ορίων και

ελέγχου, είναι και πάλι έλλειψη σύνδεσης, φροντίδας και ποιοτικής σχέσης και μπορεί να οδηγήσει

το παιδί σε παραβατικές συμπεριφορές κι ένας από τους λόγους είναι πως έτσι μαθαίνει να έχει την

προσοχή των γονιών.


Ακόμη, ο Farrington (2010) γράφει πως η αντικοινωνικότητα του πατέρα, η τυχόν φυλάκισή

του, η αποστασιοποίησή του, μπορούν να οδηγήσουν τον έφηβο σε παραβατικές συμπεριφορές

(Κουρκούτας, 2020). Tέλος, “η πολυμελής οικογένεια και η καταθλιπτική μητέρα είναι αρνητικοί

παράγοντες που προβλέπουν αντικοινωνικές συμπεριφορές στην εφηβεία” (Κουρκούτας, 2020).


Σχολείο


Το σχολείο λειτουργεί καθοριστικά στην ανάπτυξη του παιδιού. Από νωρίς το μικρό παιδί

περνά στο σχολείο μεγάλο μέρος της ημέρας, μακριά από τους πρώτους φροντιστές του, τους

γονείς του. Τα παιδιά που δεν έχουν ασφαλείς σχέσεις στο σπίτι αναζητούν τη φροντίδα σε άλλο

τόπο από κάποιον σημαντικό άλλον (Πετρογιάννης, 2003), ενώ "οι ανεπάρκειες εκδηλώνονται στον

χώρο του σχολείου ως αντικοινωνική συμπεριφορά και έλλειψη αυτοπειθαρχίας” (Addison, 1992

στο Πετρογιάννης, 2003). Αν ο δάσκαλος νουθετεί τους μαθητές τιμωρητικά, τους εκπαιδεύει πως η

επίθεση είναι τρόπος επικοινωνίας. Είναι σημαντικό ο στόχος του δασκάλου για κοινωνικά

αποδεκτή συμπεριφορά να επικοινωνείται μέσα σε ζεστό κλίμα φροντίδας, ώστε να μην

χαρακτηριστεί το παιδί και αυτό, στη συνέχεια, του στοιχίσει και τις σχέσεις με τους συνομηλίκους,

έναν ακόμη παράγοντα.


Eπιπροσθέτως, όπως αναφέρουν οι Χηνάς και Χρυσαφίδης (2000), “σημαντικός είναι ο

ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος του σχολείου γιατί επηρεάζει τις στάσεις και τη συμπεριφορά

στην εκπαιδευτική διαδικασία, αφού με βάση αποτελέσματα ερευνών, το σχολικό περιβάλλον είναι

ικανό να δημιουργεί ασφάλεια και αίσθηση φροντίδας”, άρα αν δεν πληροί τα κριτήρια δύναται να

συμβεί και το αντίθετο. Οι ίδιοι σημειώνουν πως συγκρούσεις βίας εκδηλώνονται, συνήθως, σε

απεριποίητα, κρύα ή πολύ ζεστά κτήρια (Χηνάς και Χρυσαφίδης, 2000).


Γειτονιά


H γειτονιά είναι ακόμη ένας παράγοντας για την εμφάνιση ή μη της παραβατικότητας των

ανήλικων. Οι έρευνες, επιχειρούν να εξηγήσουν την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα και

μέσα από το σύστημα της γειτονιάς, για αυτό και δίνουν βάση στις ανισότητες που λαμβάνουν

χώρα σε επίπεδο γειτονιάς και τα ευρήματα αποδεικνύουν πως το χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό

επίπεδο δεν εξασφαλίζει παροχές ή ευκαιρίες και, έτσι, συνδέεται με αρνητικά αναπτυξιακά

αποτελέσματα (Πετρόγιαννης, 2003).


Συνομήλικοι


Oι συνομήλικοι αποτελούν σημαντικό παράγοντα μιας και “από μελέτες έχει διαπιστωθεί

ότι οι έφηβοι που δεν είναι αποδεκτοί από συνομηλίκους τους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο

εκδήλωσης προβλημάτων συμπεριφοράς” (Πετρόγιαννης, 2003). Έτσι, “η απόρριψη ενός παιδιού

από τους συνομηλίκους του συντελεί σε δημιουργία πρόσθετων προβλημάτων στην προσαρμογή

και συνδέεται με αύξηση αντικοινωνικών συμπεριφορών” (Μόττη-Στεφανίδη και συν., 2009).


Τηλεθέαση


Η τηλεθέαση βίαιων σκηνών, παιχνιδιών και ταινιών συμβάλλει στην εμφάνιση επιθετικών

συμπεριφορών (Coie & Dodge, 1998 στο Μόττη-Στεφανίδη και συν., 2009). Συγκεκριμένα,

σύμφωνα με το Children Now (2001), πάνω από 85% των παιχνιδιών στο διαδίκτυο εμπεριέχουν

βίαιες συμπεριφορές των οποίων η θέαση, αλλά πολύ περισσότερο και η συμμετοχή σε βίαια

βιντεοπαιχνίδια, απευαισθητοποιεί τα παιδιά και τους δημιουργεί επιθετικές γνωσίες, ενώ τα ωθεί

σε μη κοινωνικοποιημένες συμπεριφορές (Σταυρόπουλος και συν., 2022). Σημαντικός είναι και ο

παράγοντας των παιδιών που παρακολουθούν τέτοιες σκηνές με επίβλεψη γονέων ή όχι, αφού

γνωστοποιείται πως όσα παιδιά έχουν γονικό έλεγχο κατά τη θέαση αυτών των προγραμμάτων

επηρεάζονται λιγότερο (Μόττη-Στεφανίδη και συν., 2009).


Βιβλιογραφικές Αναφορές


Αδαμόπουλος, Α., (χ.χ.). Η παιδική ηλικία στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. (σελ. 5-6).

Κλίμακα.

27-11-23)

Αρτινοπούλου, Β., (2009) Ανήλικοι θύματα. Ανήλικοι παραβάτες. Μια σχέση διαρκούς

(Ανάγνωση: 27-11-23)

Βushman et al., (2016). Youth Violence: What We Know and What We Need to Know.

American Psychological Association 2016, Vol. 71, No. 1, 17–39. http://dx.doi.org/10.1037/

a0039687

changing-minds-the-campaign-to-end-childhood-trauma/

Γιαννοπούλου, Ι., & Τσομπάνογλου, Γ. (2003). Νεανική Παραβατικότητα στην Ελλάδα.

Hoeve, M., Stams, G.J.J., van der Put, C.E., Dubas, J.S., van der Laan, P.H., & Gerris,

J.R.M. (2012). A Meta-analysis of Attachment to Parents and Delinquency. Journal of

Abnormal Child Psychology, 40, 771-785. https://doi.org/10.1007/s10802-011-9608-1

Ιωαννίδη, Β. (2016). Αντεγκληματική Πολιτική: Καλές Πρακτικές (good practices) μάθησης,

αγωγής και ένταξης. Στο Μ. Γασπαρινάτου (Επιμ.), Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Ν.

Κουράκη - Έγκλημα και Ποινική Καταστολή σε Εποχή Κρίσης, (Τόμος Α’, σ. 250-271).

Σάκκουλα.

Καραδήμας, Ε. Χ. (2005). Στρες και διαχείριση του στρες στον σχολικό πληθυσμό. Στο Α.

Καλαντζή-Αζίζι & Μ. Ζαφειροπούλου (Επιμ.), Προσαρμογή στο Σχολείο. Πρόληψη και

Αντιμετώπιση Δυσκολιών. (σελ. 405-423). Ελληνικά Γράμματα.

Καφασάρη, Α. και συν. (χ.χ) Παραβατικότητα ανηλίκων. Μια μελέτη περίπτωσης για την

Κολίσης, Φ., (2011). Διαλύοντας τον μύθο του γενετικού προκαθορισμού. Ψυχική υγεία:

Σύγχρονες προσεγγίσεις προβληματισμοί. Στο Ε. Γραμματικοπούλου (Επιμ.), Εθνικό Ίδρυμα

Ερευνών.

Κουρκούτας, Η. (2020). Η Δυναμική της Εφηβείας και οι Αντικοινωνικές Επιθετικές Τάσεις

και Συμπεριφορές. Στο Ε. Παπαλεοντίου-Λουκά (Επιμ.), Ψυχική Υγεία Παιδιού και Εφήβου,

Β’ Τόμος (σελ. 270-291). Αρμός

May, J., Osmond, K., & Billick, S. (2014). Juvenile Delinquency Treatment and Prevention:

A Literature Review. The Psychiatric Quarterly, 85, 3, pp. 295-301.

Μόττη-Στεφανίδη, Φ., Παπαθανασίου, Α.-Χ., Λαρδούτσου, Σ., (2009). Διαταρακτική και

Επιθετική Συμπεριφορά. Στο Α. Καλαντζή-Αζίζι & Μ. Ζαφειροπούλου (Επιμ.), Προσαρμογή

στο Σχολείο. Πρόληψη και Αντιμετώπιση Δυσκολιών (σελ. 303-341). Ελληνικά Γράμματα.

Μόττη-Στεφανίδη, Φ., Μαστροθεόδωρος, Σ., Παπαθανασίου, Α., (2022). Παιδιά και έφηβοι

στην εποχή της παγκοσμιοποιήσης. Στο Φ. Μόττη Στεφανίδη (Επιμ.), Παιδιά και έφηβοι σε

έναν κόσμο που αλλάζει: Προκλήσεις, προσαρμογή και ανάπτυξη. (σελ. 15-27). Εστία.

Nelsen, J. et al. (2018). Positive discipline for early childhood educators. Positive Discipline

Association.

Παρασκευόπουλος, Ι. (1985). Εξελικτική ψυχολογία. Α’ Τόμος.

Πετρογιάννης, Κ., (2003). Η μελέτη της ανθρώπινης ανάπτυξης: οικοσυστημική προσέγγιση.

Καστανιώτης

Πετρογιάννης, Κ., (2017). Οικονομική Ένδεια. Στο Φ. Μόττη Στεφανίδη (Επιμ.), Παιδιά και

έφηβοι σε έναν κόσμο που αλλάζει: Προκλήσεις, προσαρμογή και ανάπτυξη (σελ. 33-75).

Εστία.

Σταυρόπουλος, Β., Παπαθανασίου, Α., & Μόττη-Στεφανίδη, Φ. (2017). Χρήση και

Κατάχρηση Διαδικτύου. Στο Φ. Μόττη-Στεφανίδη (Επιμ.), Παιδιά και Έφηβοι σε Έναν

Κόσμο που Αλλάζει: Προκλήσεις, Προσαρμογή και Ανάπτυξη (σελ. 131-162). Εστία.

Σπινέλλη, Κ., (1976) «Ανήλικοι εγκληματίες ή νεαροί παραβάτες; Το πρόβλημα υπό το

πρίσμα της θεωρίας της ετικέτας», Ποιν. Χρ., ΚΣΤ’, Σάκκουλα

Τριλίβα, Σ., Chimienti, G. (2005). Προαγωγή της συναισθηματικής ανάπτυξης,εθελοντισμός

και προσφορά υπηρεσιών στην κοινότητα: Συμπληρώνοντας την παραδοσιακή εκπαίδευση.

Στο Α. Καλαντζή-Αζίζι & Μ. Ζαφειροπούλου (Επιμ.), Προσαρμογή στο Σχολείο. Πρόληψη

και Αντιμετώπιση Δυσκολιών. (σελ. 255-286). Ελληνικά Γράμματα.

Χήνας, Π., Χρυσαφίδης, Κ., (2000). Επιθετικότητα στο σχολείο. Προτάσεις για πρόληψη και

αντιμετώπιση. ΥΠΕΠΘ.

  • Instagram
  • Facebook

© 2024 Ευτυχία Βαρσαμή

bottom of page